γραμμικός

γραμμικός
η , ό[ν]
1) линейный; 2) расположенный по одной линии; 3) с.-х. рядовой;

γραμμική σπορά — посев, рядовой посев


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γραμμικός" в других словарях:

  • γραμμικός — linear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικός — Στην αλγεβρική ανάλυση ο όρος χαρακτηρίζει κάθε έκφραση, που έχει τη μορφή πολυωνύμου πρώτου βαθμού με μία ή περισσότερες μεταβλητές. Συνεκδοχικά κάθε εξίσωση 1ου βαθμού με έναν άγνωστο ονομάζεται γραμμική. Έτσι η 3x + 1 = 0 είναι μία γ. εξίσωση …   Dictionary of Greek

  • γραμμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τις γραμμές, φτιαγμένος με γραμμές: Γραμμικό σχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικός μετασχηματισμός — Ένα σύστημα n γραμμικών εξισώσεωνα με συντελεστές αik αντιστοιχεί σε κάθε σύνολο ποσοτήτων x1, x2, ...., xn ένα σύνολο ποσοτήτων y1, y2, ...., yn. Η αντιστοιχία αυτή λέγεται γ.μ. του συνόλου x1,x2, ..., xn στο σύνολο y1, y2,...... yn ή, εν… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικός τελεστής — Τελεστής Α που έχει την ιδιότητα της γραμμικότητας: A [f(x)+g(x)]= =Af(x)+Ag(x) και για τον οποίο ισχύει: A [cf(x)] = cΑf(x), όπου c μία εν γένει μιγαδική σταθερά. Ο γ.τ. αποτελεί γενίκευση της έννοιας του γραμμικού μετασχηματισμού για… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικά — γραμμικός linear neut nom/voc/acc pl γραμμικά̱ , γραμμικός linear fem nom/voc/acc dual γραμμικά̱ , γραμμικός linear fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικώτερον — γραμμικός linear adverbial comp γραμμικός linear masc acc comp sg γραμμικός linear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικῶν — γραμμικός linear fem gen pl γραμμικός linear masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικόν — γραμμικός linear masc acc sg γραμμικός linear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικαῖς — γραμμικός linear fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»